- πολύφλοισβος
- -η, -ο / πολύφλοισβος, -ον, ΝΑ(για θάλασσα και για κύματα) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, πολυτάραχος, θορυβώδης (α. «παρὰ θῖνα πολυφλοίσβιο θαλάσσης», Ομ. Ιλ.β. «πολυφλοίσβοισι θαλάσσης κύμασιν», Ανθ. Παλ.)αρχ.1. (για μέλαθρο ή συμπόσιο) ο γεμάτος θόρυβο2. υπερπλήρης, ξέχειλος3. μτφ. άφθονος4. φρ. «πολύφλοισβος σπουδή» — συγκεχυμένη μελέτη, συγκεχυμένη πραγματεία.επίρρ...πολυφλοίσβωςκατά τρόπο πολύφλοισβο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + φλοῖσβος (πρβλ. βαρύ-φλοισβος)].
Dictionary of Greek. 2013.